- κεφαλαιωτία
- κεφαλαι-ωτία, ἡ,A function of κεφαλαιωτής, PLips.52.14 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεφαλαιωτία — κεφαλαιωτία, ἡ (Α) [κεφαλαιωτής] το έργο, το λειτούργημα τού κεφαλαιωτού … Dictionary of Greek